- ισοφυής
- ἰσοφυής, -ές (Α)1. αυτός που έχει αναπτυχθεί εξίσου, ο συμμετρικός2. αυτός που έχει την ίδια φύση με κάποιον άλλο («ἰσοφυἠς καὶ ὁμοούσιος»).επίρρ...ἰσοφυῶς (Α)με τρόπο φυσικό, φυσικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)-* + -φυής (< φύος < φύομαι), πρβλ. ευρυ-φυής μεγαλο-φυής].
Dictionary of Greek. 2013.